δασοστατική

δασοστατική
η
κλάδος τών δασικών μαθηματικών ο οποίος ασχολείται με τον προσδιορισμό τής ωριμότητας τού δάσους και τών οικονομικών μέσων που χρειάζεται η δασοπονία για να είναι αποδοτική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • υλοστατική — η, Ν παλαιός όρος που δήλωνε τη χρήση τών μαθηματικών στις δασικές επιστήμες προκειμένου να προσδιοριστεί η ωριμότητα ενός δάσους και να ερευνηθούν οι απαιτούμενοι για τη δασοπονία οικονομικοί πόροι καθώς και οι αποδόσεις τους, αλλ. δασοστατική.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”